δίψιος — thirsty masc nom sg δίψιος thirsty masc/fem nom sg δίψος neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψιος — ία, ον και ος, ον (Α) 1. διψασμένος 2. (για πράγμ.) ξερός, άνυδρος 3. αυτός που προκαλεί δίψα … Dictionary of Greek
δίψιον — δίψιος thirsty masc acc sg δίψιος thirsty neut nom/voc/acc sg δίψιος thirsty masc/fem acc sg δίψιος thirsty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διψίων — δίψιος thirsty fem gen pl δίψιος thirsty masc/neut gen pl δίψιος thirsty masc/fem/neut gen pl δίψος neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψια — δίψιος thirsty neut nom/voc/acc pl δίψιος thirsty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίψιοι — δίψιος thirsty masc nom/voc pl δίψιος thirsty masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυδίψιος — ον, Α (για τόπο) άνυδρος, ξηρός ή, κατ άλλους, πολυπόθητος («πολυδίψιον Ἄργος ἱκοίμην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δίψιος «διψασμένος» (πρβλ. υπο δίψιος)] … Dictionary of Greek
διψία — διψίᾱ , δίψιος thirsty fem nom/voc/acc dual διψίᾱ , δίψιος thirsty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποδίψιος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που διεγείρει δίψα σε μικρό βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δίψα + κατάλ. ιος (πρβλ. ἐπι δίψιος)] … Dictionary of Greek
διψίαν — διψίᾱν , δίψιος thirsty fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)