παρ-ερύω

παρ-ερύω

παρ-ερύω (ἐρύω), poc. u. ion. παρειρύω, daneben, davor hinziehen; παρείρυσαν φραγμόν, Her. 7, 36; παρειρύσϑη τὸ στόμα, verzerren, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

  • ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ …   Dictionary of Greek

  • αναρρύω — ἀναρρύω (Α) 1. στρέφω το κεφάλι του θύματος προς τα πάνω για να του κόψω τον λαιμό, σφάζω, θυσιάζω 2. (μέσ. ομαι) ανασύρω, σώζω, απολυτρώνω 3. επανορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ρύω, ερύω «έλκω, σύρω, τραβώ, απολυτρώνω» (πρβλ. αυερύω). ΠΑΡ. αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • εξερύω — ἐξερύω, ιων. τ. ἐξειρύω (Α) [ερύω] 1. βγάζω έξω («πὰρ δὲ στὰς βέλος ὠκὺ διαμπερὲς ἐξέρυσ ὤμου», Ομ. Ιλ.) 2. τραβώ έξω 3. αρπάζω κάτι, τό αφαιρώ από άλλον («ἐξείρυσε χειρὸς τόξον», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • παράρ(ρ)υμα — ατος, το, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. μακριά πάνινη λωρίδα σε σχήμα επιμήκους ορθογωνίου που χρησιμοποιείται ως παραπέτασμα, σε μικρά ιστιοφόρα ή αλιευτικά σκάφη με χαμηλά έξαλα και έχει σκοπό να προφυλάξει το πλοίο από την εισροή νερού εξαιτίας πλάγιων… …   Dictionary of Greek

  • παράρρυσις — εως, ἡ, Α το παράρρυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ρρυσις (< ἐρύω [Ι] «σύρω»)] …   Dictionary of Greek

  • παραρ(ρ)υμίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτό που βρίσκεται κοντά στον ρυμό, στο επίμηκες ξύλο τής άμαξας, δεξιά και αριστερά τού οποίου ζεύονται τα υποζύγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥυμός (< ἐρύω [Ι], «σύρω, τραβώ» + κατάλ. ίς] …   Dictionary of Greek

  • παραρρυώ — έω, Α παρασύρομαι, εξαπατώμαι, παραπλανιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θ. ρυ τού ἐρύω (Ι) «σύρω»] …   Dictionary of Greek

  • παρερύω — και ιων. τ. παρειρύω Α 1. σύρω κάτι παράλληλα με το πλευρό («φραγμὸν παρείρυσαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἵνα μὴ φοβέηται τὰ ὑποζύγια τὴν θάλασσαν ὑπερορῶντα», Ηρόδ.) 2. σύρω προς τη μία πλευρά, τραβώ προς το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐρύω «σύρω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”