ότι — (ΑΜ ὅτι, Α επικ. τ. και ὅττι) (σύνδ.) 1. (ειδικός που εισάγει αντικειμενική πρόταση μετά από λεκτικά, δοξαστικά, αισθήσεως και γνώσεως σημαντικά ρήματα και συντάσσεται κυρίως με οριστική κάθε χρόνου) πως (α. «μού είπε ότι θα έλθει» β. «ᾔσθετο ὅτι … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
Variantes textuelles du Nouveau Testament — Les variantes textuelles sont les altérations d’un texte qui surviennent par propagation des erreurs (intentionnelles ou accidentelles) des copistes. Ces altérations peuvent être la suppression ou la répétition d’un mot, ce qui arrive lorsque… … Wikipédia en Français
μάλιστα — (AM μάλιστα) (βεβαιωτικό μόριο) 1. ναι, βέβαια, ως απάντηση που δηλώνει κατάφαση, συμφωνία, επιδοκιμασία (α. «διάβασες; Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. Μάλιστα», Αριστοφ.) 2. προπάντων, ιδιαίτερα, κατ εξοχήν (α. «είναι πολύ… … Dictionary of Greek
FRATRES Conjurati — FRATRES Conjurati, apud Dunelmensem p. 190. et 203 dicuntur qui Sacramento sibi invicem dato fraternitatem inibant, vide C. du Fresne Dissert. 21. ad Ioinvillam. Aliter accipiendi in LL. Vilhelmi Nothi c. 59. Praecipimus, ut omnes liberi homines… … Hofmann J. Lexicon universale
κτητός — κτητός, ή, όν (Α) [κτώμαι] 1. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», Πλάτ.) 2. άξιος κτήσεως, επιθυμητός, αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει κάποιος («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς… … Dictionary of Greek
κόμψευμα — το (ΑM κόμψευμα) [κομψεύω] αυτό που λέγεται με λεπτότητα, κομψός λόγος («δῆλον ὅτι τὸ κόμψευμα ἂν εἴη τοῡτο ψεῡδος», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. κομψός τρόπος, κομψότητα συμπεριφοράς 2. κομψό ντύσιμο αρχ. ευφυής, πανούργος λόγος, πανουργία … Dictionary of Greek
μιμητικός — ή, ό (ΑΜ μιμητικός, ή, όν) [μιμητής] 1. επιτήδειος στο να μιμείται, ικανός στη μίμηση (α. «ο άνθρωπος είναι ζώο μιμητικό» β. «ὁ δὲ μιμητικὸς ποιητὴς δῆλον ὅτι οὐ πρὸς τὸ τοιοῡτον τῆς ψυχῆς πέφυκε», Πλάτ.) 2. το θηλ. ως ουσ. η μιμητική η τέχνη τής … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
DELOS — Ins. maris Aegaei, Cycladum omnium clarissima, in quâ Latona Apollinem ac Dianam dicitur enixa, unde Diis illis sacrata putatur, tantumque religionis ei semper fuit, ut ne Persae quidem, quevum bellum toti Graeciae, Diis hominibusque indixissent … Hofmann J. Lexicon universale
πλην — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλαν Ι. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) εκτός από, εξαιρέσει τού... (α. «όλοι πλην ενός» β. «οἱ Ἕλληνες... πλὴν Λακεδαιμονίων», Αρρ.) γ. «ἐλεύθερος γὰρ οὔ τις ἐστὶ πλὴν Διός», Σοφ.) αρχ. εκτός αυτού, επί πλέον αυτού II. νεοελλ. σύμβολο … Dictionary of Greek