δημο-τελής

δημο-τελής

δημο-τελής, ές, auf Staatskosten, öffentlich; ἱερά, Hesych. εἰς ἃ ϑύματα δίδωσιν ἡ πολις; Dem. 59, 85, womit Aesch. 1, 21 εἰς τὰ δ. ἱερὰ εἰςιέναι zu vgl.; so ϑυσία Her. 6, 57; Plat. Legg. XI, 935 b; ἑορτή Thuc. 2, 15; πομπή Luc. Amor. 39; u. a. Sp.; vgl. δημοτικός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ισοτελής — ές (Α ἰσοτελής, ές) νεοελλ. 1. αυτός που καταβάλλει τα ίδια τέλη με άλλον, αυτός που φορολογείται εξίσου 2. αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο τέλος («ισοτελή εμπορεύματα») αρχ. 1. μέτοικος στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά… …   Dictionary of Greek

  • λιποτελής — και λειποτελής, ές (Α) αυτός που καθυστερεί την καταβολή τελών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + τελής(< τέλος), πρβλ. δημο τελής, κοινο τελής] …   Dictionary of Greek

  • λυσιτελής — ες (Α λυσιτελής, ές) ωφέλιμος, επωφελής, χρήσιμος (α. «λυσιτελής επιχείρηση» β. «οὐδέποτ ἄρα... λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που πληρώνει τις τρέχουσες δαπάνες 2. (σπαν. για πρόσ.) ενεργητικός 3. φθηνός 4. (το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • φοροτελής — ές, Μ αυτός που υπόκειται σε φόρο, που πληρώνει φόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + τελής (< τέλος), πρβλ. δημο τελής] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοτελής — ές, Μ αυτός που πληρώνει χρυσοτέλεια*, που καταβάλλει φόρους σε χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τελής (< τέλος), πρβλ. δημο τελής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”