δημο-τερπής

δημο-τερπής

δημο-τερπής, ές, das Volk ergötzend, Plat. de leg. 521 a; Dion. Hal. rhet. 1, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χοροτερπής — ές, Α αυτός που τού αρέσει ο χορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + τερπής (< τέρπω «αρέσω, ευχαριστώ»), πρβλ. δημο τερπής] …   Dictionary of Greek

  • δημοτερπής — δημοτερπής, ές (Α) αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + τερπής < *τέρπος (το) το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α τερπής, ευ τερπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”