παρ-ιππεύω

παρ-ιππεύω

παρ-ιππεύω, neben-, vorbeireiten; Thuc. 7, 78; Pol. 5, 83, 7 u. öfter; heranreiten, ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως, 3, 116, 3; zu Pferde durcheilen, πόντον, Eur. Hel. 1681; Sp. auch = überholen, übertreffen, Philostr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παριππεύω — ΝΜΑ προχωρώ έφιππος κατά μήκος κάποιου μσν. αρχ. (ως μτβ.) μτφ. α) περνώ τον χρόνο μου β) παραλείπω, παραμελώ αρχ. 1. περνώ έφιππος από κάπου ή πάνω από κάτι 2. ακολουθώ κάποιον έφιπππος 3. εφορμώ έφιππος εναντίον κάποιου, καλπάζω 4. υπερβαίνω,… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβαίνω — ἀμφιβαίνω (Α) 1. περπατώ ολόγυρα, περιφέρομαι, τριγυρίζω 2. επιβαίνω, ιππεύω, καβαλικεύω 3. στέκομαι επάνω από τραυματισμένο φίλο μου για να τόν προστατεύσω, να τόν καλύψω 4. (για πολιούχες θεότητες) προστατεύω 5. και για τα ζώα που φυλάνε τα… …   Dictionary of Greek

  • ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… …   Dictionary of Greek

  • παρακελητίζω — Α 1. τρέχω έφιππος δίπλα σε κάποιον 2. υπερβαίνω, ξεπερνώ κάποιον στην ιππασία («ἵνα δὴ κέλης κέλητα παρακελητιεῑ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κελητίζω «ιππεύω» (< κέλης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”