- παρ-αύλιον
παρ-αύλιον, τό, Nebenhof, Vorhof, VLL., die πρό-χωρον erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αύλιον, τό, Nebenhof, Vorhof, VLL., die πρό-χωρον erkl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek