δημ-εραστής

δημ-εραστής

δημ-εραστής, , Volkssecund, Plat. Alc. I, 132 a; auch Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αγαπητικός — ο θηλ. ιά και ή 1. αυτός που αγαπά, ο εραστής: Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας. 2. ο εκμεταλλευτής των κοινών γυναικών: Ζούσε κάνοντας τον αγαπητικό. 3. φίλος: Το μάθανε τρεις φίλοι του, τρεις αγαπητικοί του (δημ. τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”