- παρα-όρνῡμι
παρα-όρνῡμι, s. παρόρνῡμι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-όρνῡμι, s. παρόρνῡμι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek