κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… … Dictionary of Greek
μεγαλόκολπος — μεγαλόκολπος, ον (Α) αυτός τού οποίου το ένδυμα έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («μεγαλόκολπος Νύξ», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κόλπος (πρβλ. βαθύ κολπος, ευρύ κολπος)] … Dictionary of Greek
μελάγκολπος — και μελανόκολπος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο κόλπο, δηλ. στήθος («μελαγκόλποιο Νύμφης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κόλπος (πρβλ. αγλαό κολπος, βαθύ κολπος)] … Dictionary of Greek
πρόκολπος — ον, Α (σχετικά με την κοιλιά φιδιού) εξογκωμένος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόλπος (πρβλ. ά κολπος, βαθύ κολπος)] … Dictionary of Greek
ροδόκολπος — ον, Α αυτός που έχει ροδόχρωμο στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κόλπος (πρβλ. βαθύ κολπος)] … Dictionary of Greek
Ιθάκη — Νησί (96,22 τ. χλμ., 3.084 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, απέναντι από τη βόρεια χερσόνησο της Κεφαλονιάς, με την oποία έχει παράλληλη (Ν ΝΑ) κατεύθυνση. Τα δύο νησιά χωρίζονται από το στενό της Ι. (πλάτους 2,5 χλμ. στο βόρειο τμήμα και 5 χλμ. στο… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Samos — Gemeinde Samos Δήμος Σάμου … Deutsch Wikipedia
Samos (Vathy) — Samos Σάμoς DEC … Deutsch Wikipedia
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek