- βαθύ-γηρως
βαθύ-γηρως (γῆρας), von hohem Alter, Philip. ep. 18 (VI, 247); Sext. Emp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθύ-γηρως (γῆρας), von hohem Alter, Philip. ep. 18 (VI, 247); Sext. Emp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρόγηρως — ων (AM μακρόγηρως, ων, Μ και μακρόγηρος, ον) αυτός που έφθασε σε πολύ βαθιά γερατειά, υπέργηρος. επίρρ... μακρογήρως (Α) σε βαθιά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + γηρως και γηρος (< γῆρας), πρβλ. βαθύ γηρως, κακό γηρως] … Dictionary of Greek