παρα-χαράσσω

παρα-χαράσσω

παρα-χαράσσω, att. -ττω, falsch prägen, falsch münzen; καὶ παρακόψαι νόμισμα, Plut. de Alex. fort. 1, 10; übertr., οὐ παραχαράττων τὰ εἰς τὴν δίαιταν, ἀλλ' ὁμοδίαιτος ἅπασι, Luc. Demon. 5; auch a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαρακτήρας — Παραγόμενη από το χαράσσω, σκαλίζω, η λέξη χ., στη φιλοσοφία και στην ψυχολογία, σημαίνει το τυπικό αποτέλεσμα, στην ατομική περίπτωση –που πάντα αλλάζει, αλλά ωστόσο έχει σταθερότητα και συνέπεια– της διαπλαστικής επίδρασης παραγόντων, που… …   Dictionary of Greek

  • θεοχάρακτος — η, ο (AM θεοχάρακτος, ον) ο χαραγμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο + χαρακτος (< χαράσσω), πρβλ. α παρα χάρακτος, εν χάρακτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”