παρα-χρῆμα

παρα-χρῆμα

παρα-χρῆμα, d. i. παρὰ τὸ χρῆμα, neben der Sache, auf der Stelle, sogleich, Ar. Plut. 569. 782 u. häufig in Prosa; Her. 7, 150; Thuc. 7, 75; τῷ παραχρῆμα περιχαρεῖ καὶ εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον, 2, 51; εὐϑέως παρ., Antiph. 1, 20, wie εὐϑὺς παρ., Dem. 24, 15; Ggstz εἰς τὸν λοιπὸν χρόνον, Isocr. 4, 124; oft mit dem Artikel, τὸ ἐγγὺς μόνον ὁρῶν καὶ τὸ παραχρῆμα, Plat. Crat. 395 d, das Gegenwärtige; τὰ παραχρῆμα, im Ggstz von τὰ μέλλοντα, Thuc. 1, 138; αἱ παραχρῆμα ἡδοναί, augenblickliche, momentane, Plat. Prot. 353 d; ἐκ τοῦ παραχρῆμα, aus dem Stegereif, ohne Vorbereitung, z. B. στρατεύεσϑαι, Xen. Hell. 6, 4, 11; λέγειν, Plat. Crat. 399 d (u. oft Dem.); auch verbunden ἐκ τοῠ παραχρῆμα ἐξαίφνης, Legg. XI, 867 a; αἱ ἐκ τοῦ παρ. ἡδοναί, Xen. Mem. 2, 1, 20. 4, 5, 10, wie αἱ ἐγγυτάτω, die sich von selbst darbietenden, ohne viele Mühe zu erlangenden Genüsse; τὰ μὲν ἀπὸ τοῦ παρ. λέγειν, im Ggstz von τὰ δὲ βουλευσαμένους, Hell. 1, 1, 30; ἐν τῷ παρ., in dem Augenblick, für den Augenblick, ἡδονὴν παρέχειν, Plat. Prot. 353 d; vgl. τὴν ἐν τῷ παρ. διώκοντες ῥᾳστώνην, Polit. 310 c; ἐν μὲν τῷ παρ. ἱκανῶς εἰπεῖν οὐ ῥᾴδιον, ἐπι-σκεψαμένῳ δὲ οὐδὲν χαλεπόν, Rep. V, 455 a; ἀσϑενεῖς εἰς τὸ παρ. γίγνονται, Legg. I, 646 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”