δακρυόεις

δακρυόεις

δακρυόεις, εσσα, εν, thränenreich: – a) weinend, Thränen vergießend, von Menschen: δακρυόεις πάις Iliad. 22, 499; δακρ υόεσσα κούρη Iliad. 16, 10; δακρυόεντες ἑταῐροι Odyss. 10, 415; δακρυόεσσαι Νηρηίδες Iliad. 18, 66. – Odyss. 4, 801 γόοιο δακρυόεντος; Iliad. 6. 484 δακρυόεν γελάσασα. durch Thränen lächelnd. – Auch Folgende, z. B. Eur. Phoen. 323. – b) Thränen verursachend, Weinen erregend: πόλεμον δακρυόεντα Iliad. 5, 737; μάχης δακρυοέσσης Iliad. 13, 765; ἰῶκα δακρυόεσσαν Iliad. 11, 601. – Folgende: ἄλγεα Hes. Th. 227; πεύκη Ἰλίῳ δ., die Ilios Thränen brachte, Eur. Hel. 234; κόνις, δόμος, Anth. (App. 9, 35. 260).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δακρυόεις — δακρυόεις, εσσα, εν (Α) 1. (για πρόσ.) γεμάτος δάκρυα, δακρυσμένος 2. (για πράγμ.) όποιος προκαλεί δάκρυα, ο αίτιος δακρύων 3. (το ουδ. ως επίρρ.) φρ. «δακρυόεν γελάσασα» αφού χαμογέλασε με δάκρυα στα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + όεις* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • δακρυόεις — tearful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεν — δακρυόεις tearful masc voc sg δακρυόεις tearful neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεντα — δακρυόεις tearful neut nom/voc/acc pl δακρυόεις tearful masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυοέσσης — δακρυόεις tearful fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεντες — δακρυόεις tearful masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεντι — δακρυόεις tearful masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεντος — δακρυόεις tearful masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεσσα — δακρυόεις tearful fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεσσαι — δακρυόεις tearful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δακρυόεσσαν — δακρυόεις tearful fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”