- διᾱκόνιον
διᾱκόνιον, τό, eine Kuchenart, Pherecrat. bei Ath. XIV, 645 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διᾱκόνιον, τό, eine Kuchenart, Pherecrat. bei Ath. XIV, 645 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διακόνιον — cake neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόνια — διακόνιον cake neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακονιό — το (AM διακόνιον) μσν. νεοελλ. ζητιανιά, επαιτεία αρχ. μσν. 1. το λειτούργημα τού διακόνου 2. η παράπλευρη στην εκκλησία αίθουσα όπου συγκεντρώνονται ο διάκονοι αρχ. είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογική της σύνδεση με το… … Dictionary of Greek