παρα-φυλάσσω

παρα-φυλάσσω

παρα-φυλάσσω, bewachen, beobachten, wahrnehmen; τὸ τῆς νεὼς ξυμφέρον, Plat. Polit. 297 a; τὰς σπονδὰς ἐπεσκεμμένον καὶ παραπεφυλαχότα, Legg. I, 632 a; mit folgdm ὥςτε, 628 a; ὅπως μή, IV, 715 a; παραφυλάττουσιν ἀλλήλους, ἐάν τι ῥᾳδιουργῶσι, Xen. Lac. 4, 4; ὡς πολέμιον, Pol. 7, 3, 9; schützen, ἐλευϑερίαν, 2, 58, 2; auch med., παραφυλάττεσϑαί τινα, sich vor Einem hüten, 16, 14, 10 u. öfter (wie τὸν στόλον Plut. Timol. 7); aber auch παραφυλάττεσϑαι τὴν χώραν = das Land schützen, 5, 92, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ II — Язык Евангелий Проблема новозаветного греческого Дошедшие до нас оригинальные тексты НЗ написаны на древнегреч. языке (см. ст. Греческий язык); существующие версии на др. языках это переводы с греческого (или с др. переводов; о переводах… …   Православная энциклопедия

  • είδω — εἴδω (Α) Ι. 1. βλέπω, κοιτάζω, διακρίνω 2. (με επίταση) επιτηρώ, φυλάσσω, παρατηρώ 3. αντιλαμβάνομαι 4. εξετάζω, ερευνώ 5. συναντώ, μιλώ με κάποιον 6. δοκιμάζω, απολαμβάνω 7. μέσ. εἴδομαι α) φαίνομαι, φαίνομαι ότι β) προσποιούμαι, καμώνομαι 8.… …   Dictionary of Greek

  • θεοφύλακτος — I (; – 843). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και επίσκοπος Νικομήδειας. Με προτροπή του πατριάρχη Ταρασίου μόνασε στον Πόντο και μετά από επιτυχή δοκιμασία χειροτονήθηκε μητροπολίτης. Διακρίθηκε για τη μεγάλη φιλανθρωπική του δραστηριότητα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”