- παρα-φυτεύω
παρα-φυτεύω, daneben pflanzen, Plut. de cap. ex host. utilit. p. 284 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-φυτεύω, daneben pflanzen, Plut. de cap. ex host. utilit. p. 284 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραπεφυτευμένα — παρά φυτεύω of the thing planted perf part mp neut nom/voc/acc pl παραπεφυτευμένᾱ , παρά φυτεύω of the thing planted perf part mp fem nom/voc/acc dual παραπεφυτευμένᾱ , παρά φυτεύω of the thing planted perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεφυτευμέναι — παρά φυτεύω of the thing planted perf part mp fem nom/voc pl παραπεφυτευμένᾱͅ , παρά φυτεύω of the thing planted perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεφυτεῦσθαι — παρά φυτεύω of the thing planted perf inf mp παρά φυτεύω of the thing planted perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεφυτευμένη — παρά φυτεύω of the thing planted perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεφυτευμένην — παρά φυτεύω of the thing planted perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεφύτευμαι — παρά φυτεύω of the thing planted perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεφύτευται — παρά φυτεύω of the thing planted perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπεφυτευμένας — παραπεφυτευμένᾱς , παρά φυτεύω of the thing planted perf part mp fem acc pl παραπεφυτευμένᾱς , παρά φυτεύω of the thing planted perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενεφύτευσαν — παρά , ἐν φυτεύω of the thing planted aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπήγω — και μπήζω και μπήχνω και μπήχτω (Μ μπήγω και σμπήγω και μπήσσω και μπήζω) εισάγω κάτι μέσα σε άλλο ή στο έδαφος ή σε στερεό σώμα με πίεση ή χτύπημα, καρφώνω, χώνω («τού γιου μου αρπάζω το σπαθί στα στήθη της τό μπήγω», Βιζυην.) νεοελλ. 1. τρώγω… … Dictionary of Greek
μυριοφύτευτος — η, ο (Μ μυριοφύτευτος, η, ον) (για τόπους) αυτός που είναι πλούσιος σε βλάστηση, που έχει πάρα πολλά φυτά, κατάφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φυτευτός (< φυτεύω)] … Dictionary of Greek