- παρ-αφρίζω
παρ-αφρίζω, daneben od. an der Seite, bes. des Mundes oder des Maules schäumen, Nic. Al. 223.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-αφρίζω, daneben od. an der Seite, bes. des Mundes oder des Maules schäumen, Nic. Al. 223.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζέω — (AM ζέω, Α και ζέννυμι, επικ. τ. ζείω) 1. βράζω, κοχλάζω («ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.) 2. φλέγομαι, κατέχομαι υπερβολικά από κάποιο συναίσθημα νεοελλ. μσν. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ). το ζέον 1. ζεστό νερό που προστίθεται στο … Dictionary of Greek
αναβράζω — (Α ἀναβράζω) βράζω, κοχλάζω νεοελλ. 1. (για το κρασί) υφίσταμαι ζύμωση 2. (για τη θάλασσα) βγάζω αφρούς, αφρίζω 3. βρίσκομαι σε αναβρασμό ψυχής, είμαι εξοργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βράζω. ΠΑΡ. νεοελλ. ανάβρασμα] … Dictionary of Greek