- διά-πλεως
διά-πλεως, att. = διάπλεος, Cratin. bei Ath. II, 67 c u. Plut., z. B. adv. St. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διά-πλεως, att. = διάπλεος, Cratin. bei Ath. II, 67 c u. Plut., z. B. adv. St. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εξάπτω — (I) ἐξάπτω [άπτω] (Α) 1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.) 2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.) 3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι… … Dictionary of Greek