- δελφῑνίσκος
δελφῑνίσκος, ὁ, kleiner Delphin, Arist. H. A. 9, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δελφῑνίσκος, ὁ, kleiner Delphin, Arist. H. A. 9, 48.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δελφινίσκος — δελφινίσκος, ο (Α) [δελφίς] δελφινάκι … Dictionary of Greek
δελφινίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελφινίσκον — δελφινίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)