- δια-ίχρημι
δια-ίχρημι (s. κίχρημι), an Mehrere verleihen, τάλαντον διακεχρημένον Dem. 27, 11, nach Harpocr. κατὰ μέρος δεδανεισμένον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-ίχρημι (s. κίχρημι), an Mehrere verleihen, τάλαντον διακεχρημένον Dem. 27, 11, nach Harpocr. κατὰ μέρος δεδανεισμένον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.