παρα-τρίβω

παρα-τρίβω

παρα-τρίβω, daneben reiben; ἐπεὰν χρυσὸν τὸν ἀκήρατον παρατρίψωμεν ἄλλῳ χρυσῷ (auf dem Probirstein), διαγιγνώσκομεν τὸν ἀμείνω, Her. 7, 10; vgl. Theogn. 417, ἐς βάσανον δ' ἐλϑὼν παρατρίβομαι ὥςτε μολίβδῳ χρυσός, u. 1101; denn durch das Reiben oder Streichen des Goldes auf dem Probirsteine prüfte man die Aechtheit oder Reinheit desselben im Vergleich mit einer andern Metallmasse; übh. an der Seite abreiben, an Etwas reiben, οὔρῳ τοὺς ὀδόντας D. Sic. 5, 33, u. a. Sp.; u. med. sich an einander abreiben, Arist H. A. 5, 5. – Uebertr., sich reiben an Einem, in feindliche Berührung mit Einem kommen, sich mit ihm verfeinden, πρός τινα, Pol. 4, 47, 7. 9, 11, 2 u. öfter; auch τινί;παρατρίψασϑαι τὸ μέτωπον, wie das lat. os od. frontem perfricare, die Stirn durch wiederholtes Reiben gegen alles Erröthen gleichsam verhärten, oder sich die Zeichen der Schaam von der Stirn wegreiben, dah. unverschämt sein oder werden, Strab. XIII, 603; Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • παρατρίβω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. τρίβω κάτι υπερβολικά, τρίβω πάρα πολύ, φθείρω, καταστρέφω κάτι με υπερβολικό τρίψιμο 2. μέσ. παρατρίβομαι φθείρομαι από την υπερβολική τριβή, από το πολύ τρίψιμο («παρατριφτήκανε τα ρούχα μου») μσν. αρχ. φρ. «παρατρίβω [ή… …   Dictionary of Greek

  • ρίχνω — ῥίπτω, ΝΜΑ, και ρίχτω και ρήχνω Ν 1. πετώ κάτι μακριά, τό ωθώ με δύναμη ώστε να πάει μακριά (α. «τού ριξα μια πέτρα») β. «ῥίπτω το ἀπὸ τοῡ σκουτελίου», Πρόδρ. γ. «ὠή, ῥίψω πέτραν τάχα σου», Ευρ. δ. «σφαῑραν ἔπειτ ἔρριψε μετ ἀμφίπολον βασίλεια»,… …   Dictionary of Greek

  • αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …   Dictionary of Greek

  • κατατρίβω — (Α κατατρίβω) (επιτ. τ. τού τρίβω) 1. τρίβω κάτι εντελώς, αφανίζω με τη συχνή τριβή, φθείρω, καταστρέφω, κονιορτοποιώ 2. (για πρόσ.) κουράζω κάποιον πάρα πολύ, καταπονώ, προξενώ κόπωση, εξαντλώ 3. μέσ. κατατρίβομαι δαπανώ ή φθείρω τις δυνάμεις… …   Dictionary of Greek

  • περιτείρω — Α 1. τρίβω κάτι ολόγυρα, κατατρίβω 2. μτφ. ενοχλώ κάποιον πάρα πολύ, κατατρύχω, βασανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τείρω «τρίβω, βασανίζω, ταλαιπωρώ»] …   Dictionary of Greek

  • χραύω — ΜΑ (ποιητ. τ.) 1. αγγίζω ελαφρά 2. τραυματίζω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο οποίος απαντά μόνο σύνθ. (πρβλ. πρτ. ἐν έχρανε), καθώς και σε ορισμένους τ. μτχ. (πρβλ. χραυόμενον / χραυζόμενον) και αορ. (πρβλ. τους τ. τού Ησύχ. ἔχραυσεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”