- παρα-σῑτία
παρα-σῑτία, ἡ, das Essen bei Einem, Sp., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-σῑτία, ἡ, das Essen bei Einem, Sp., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κουφοσιτία — κουφοσιτία, ἡ (Α) το να ζει κάποιος με ελαφρά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + σιτία (< σιτῶ < σιτος < σῖτος), πρβλ. ολιγο σιτία, παρα σιτία] … Dictionary of Greek
ζητώ — άω και έω (AM ζητῶ, έω) 1. γυρεύω, ψάχνω να βρω κάποιον ή κάτι (α. «ζητώ εργασία» β. «ἐμὲ δ ἔξοχα πάντων ζήτει», Ομ. Ιλ. γ. «σέ ζητάω απ το πρωί» δ. «αἰτεῑτε, καὶ δοθήσεται ὑμῑν, ζητεῑτε, καί εὑρήσετε», ΚΔ) 2. ερευνώ να βρω, αναζητώ («ζητῶν τὸν… … Dictionary of Greek