δικᾱνικός

δικᾱνικός

δικᾱνικός, was sich auf das Recht u. die Processe bezieht; ῥημάτια Ar. Pax 526, wie τὰ δικανικά Plat. Apol. 32 a und λόγοι δ. Isocr. 13, 20 Proceßreden, die ihrer Förmlichkeit u. ihres ausführlichen Vortrages wegen oft weitschweifig u. ermüdend wurden; dah. in der Stelle des Plat. καὶ φορτικά dabeisteht; σοφία δημηγορική τε καὶ δικανική Plat. Rep. II, 365 d, u. öfter ἡ δικανική, z. B. Gorg. 511 d, die Proceßführungskunst; τέχναι Plut. Them. 2. Die Rhetoren, wie Arist. rhet. 1, 1, unterscheiden τὰ δικανικά von δημηγορικά, die gerichtliche Beredtsamkeit. – Ὁ δικανικός, ein im Proceßführen erfahrener, gewandter Mann, Plat. Gorg. 512 b; vgl. Theaet. 201 a; u. Xen. Mem. 1, 2, 48. – Adv., λέγειν Charit. 5, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δικανικός — ή, ό (AM δικανικός, ή, όν) (για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δικανικός 1. ο δικανικός λόγος, η αγόρευση στο δικαστήριο 2. ομιλία επιθετική και πομπώδης αρχ. 1. (για πρόσωπο) ο έμπειρος στις δίκες, ο… …   Dictionary of Greek

  • δικανικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στις δίκες και στα δικαστήρια: Δικανικός λόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικανικός — δικᾱνικός , δικανικός skilled in pleading masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικά — δικᾱνικά , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc pl δικᾱνικά̱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc/acc dual δικᾱνικά̱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικώτερον — δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading adverbial comp δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading masc acc comp sg δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμώ — (I) έω, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμώ. (II) όω, Α τιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τῖμος*, ποιητ. τ. (πρβλ. ἀτιμῶ, όω)]. τιμῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιμῶ, έω, Α [τιμή] 1. απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω σεβασμό και εκτίμηση (α. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • δικανικωτέρα — δικᾱνικωτέρᾱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc/acc comp dual δικᾱνικωτέρᾱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικῶν — δικᾱνικῶν , δικανικός skilled in pleading fem gen pl δικᾱνικῶν , δικανικός skilled in pleading masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικόν — δικᾱνικόν , δικανικός skilled in pleading masc acc sg δικᾱνικόν , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικανικώτατα — δικᾱνικώτατα , δικανικός skilled in pleading adverbial superl δικᾱνικώτατα , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”