μαγγάνευμα

μαγγάνευμα

μαγγάνευμα, τό, Zauberei, Gaukelei; Plat. vrbdt τὰ ἡμέτερα γράμματα καὶ μαγγανεύματα καὶ ἐπῳδαί, Gorg. 484 a, vgl. Legg. XI, 933 c; ἐν τοῖς περὶ αὑτὴν μαγγανεύμασι καὶ φίλτροις ἐλπίδας ϑεμένη, von der Kleopatra, Plut. Anton. 25. Vgl. Spanh. zu Ar. Plut. 310.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαγγάνευμα — trickery neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγάνευμα — το (AM μαγγάνευμα) [μαγγανεύω] μαγγανεία, απάτη, αγυρτεία, μαγεία («τὰ ἡμέτερα γράμματα καὶ μαγγανεύματα καὶ ἐπῳδαί», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • μαγγανευμάτων — μαγγάνευμα trickery neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγανεύμασι — μαγγάνευμα trickery neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγανεύμασιν — μαγγάνευμα trickery neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγανεύματα — μαγγάνευμα trickery neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγγανεύματος — μαγγάνευμα trickery neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”