δικάσιμος

δικάσιμος

δικάσιμος, ον, zum Proceß, Gericht gehörig; μῆνες Plat. Legg. XII, 958 b, wie Philetaer. com. Schol. Ar. Av. 1047, u. ἡμέραι, ὥρα, Poll. 8, 26, Gerichtstag, -zeit, dies fastus.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δικάσιμος — δικάσιμος, η και δικάσιμη, η (ενν. ημέρα), η μέρα στην οποία γίνονται δίκες: Σήμερα είναι η δικάσιμος της υπόθεσής μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικάσιμος — judicial masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικάσιμος — η, ο (AM δικάσιμος, ον) [δίκασις] Ι. 1. ο προσδιορισμένος για δίκη, αυτός που μπορεί να δικαστεί 2. το θηλ. ως ουσ. η δικάσιμος η ημέρα που καθορίζεται για τη διεξαγωγή τής δίκης το ουδ. ως ουσ. το δικάσιμο (Μ δικάσιμον) κρίση, δίκη μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • δικάσιμον — δικάσιμος judicial masc/fem acc sg δικάσιμος judicial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικασίμους — δικάσιμος judicial masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικασίμων — δικάσιμος judicial masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικάσιμοι — δικάσιμος judicial masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένδικος — η, ον (AM ἔνδικος, ον) αυτός που γίνεται σύμφωνα με το δίκαιο, νόμιμος («ένδικα μέσα», «χάριν ἔνδικον», Πίνδ.) αρχ. μσν. (για πρόσ.) δίκαιος («τὶς γὰρ δεδοικὼς μηδὲν ἔνδικος βροτῶν», Αισχ.) αρχ. 1. (για πόλη, δήμο) αυτός στον οποίο απονέμεται η… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • δικασιμιός — ά, ό ο επίδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. δικάσιμο(ν) (βλ. δικάσιμος) + (κατάλ.) ιός (< αίος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”