παρα-σκαίρω

παρα-σκαίρω

παρα-σκαίρω, daneben, dabei hüpfen, daran hinauf springen; Nonn. D. 36, 172; auch in später Prosa.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παρασκαίροντας — παρά σκαίρω skip pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασκαίροντες — παρά σκαίρω skip pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρασκαίροντα — σύν , παρά σκαίρω skip pres part act neut nom/voc/acc pl σύν , παρά σκαίρω skip pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”