παρα-σκευάζω

παρα-σκευάζω

παρα-σκευάζω, zurecht oder fertig machen, zubereiten; δεῖπνον, Her. 9, 82; τοῦτο τὸ δεῖπνον παρασκευάζεται, 9, 110; ὀϑόνια, κηρωτὴν παρασκευάζετε, Ar. Ach. 1176; στρατείαν, Thuc. 4, 74; νηῒ οἶνον καὶ ἄλφιτα, 3, 49, wie σιτία τινί, Plat. Rep. II, 369 e; δαψιλῆ τἀναγκαῖα σφίσι, Pol. 1, 18, 5; Sp; – bereiten, verursachen, εὐδαιμονίαν, Plat. Conv. 188 d, δόξαν, Rep. II, 361 a, εὐμάρειαν, Legg. V, 738 d; neben μηχανάομαι, Antiph. 1, 28; τινὰ εὐσεβέστερον, Xen. Mem. 4, 3, 17; τοὺς πολιορκουμένους εὐϑαρσεῖς, Pol. 1, 46, 13. – Med. sich zurecht machen, sich rüsten, vorbereiten, ϑεοὺς προςειπεῖν εὖ παρασκευάζομαι, Aesch. Ag. 344; u. so c. inf., Ar. Nubb. 607 Her. 1, 71 Thuc. 3, 110 u. A.; u. mit hinzutretendem ὥςτε, Eur. Herc. Fur. 1241; παρεσκευασμένος ξὺν τῷδε ϑαλλῷ καὶ στέφει προςίξομαι, Aesch. Choeph. 1034, versehen damit, vgl. Ag. 1396; παρεσκευάζετο ὅπλα ἐς τὰς γεφύρας, Her. 7, 25, vgl. 3, 150; ἐς ναυμαχίην, 9, 96. 99; ὡς εἰς μάχην, Xen. An. 1, 8, 1; πρός τι, Thuc. 3, 69, wie Pol. πρὸς τὸ μέλλον, 4, 61, 4; mit ὡς u. part. fut., παρεσκευάζετο ὡς ἐλῶν ἐπὶ τὸν Ἀπρίην, er rüstete sich, schickte sich an gegen den Ap. zu ziehen, Her. 2, 162. 5, 34. 7, 218. 9, 122; Thuc. 4, 8; παρεσκευάζετο ὡς ἀπιοῦσα, Xen. Cyr. 1, 3, 13; auch ohne ὡς, Thuc. 6, 54; Xen. Hell. 4, 1, 41; der auch ἀκινάκην παρεσκευασμένος vrbdt, Cyr. 7, 3, 14; mit folgendem ὅπως ἔσονται, Plat. Gorg. 503 a, wie Thuc. 2, 99; vgl. auch αὑτὸν παρασκευάζειν ὡς ἔσται βέλτιστος, Plat. Apol. 39 d; u. absolut, νῦν δ', ὥςπερ παρεσκεύασαι πορεύου εἰς ἀγρόν, Crat. 440 e; ἐπειδὴ αὐτοῖς παρεσκεύαστο, Thuc. 1, 46; vgl. παρεσκευάδατο τοῖς Ἕλλησι, Her. 9, 100; τούτῳ ἄριστα παρεσκεύασται ζῆν, Plat. Menex. 248 a; – παρασκευασάμενοι ῥήτορας, anstiftend, Is. 1, 7. – Bei Dem. 27, 2 entspricht sich παρασκευάσασϑαι δυναμένους und λέγειν ἱκανούς, auf die mancherlei Machinationen gehend; vgl. αὐτὸς μάρτυρας ψευδεῖς παρεσκεύασται, 29, 27.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”