δικαιο-πρᾱγία

δικαιο-πρᾱγία

δικαιο-πρᾱγία, , gerechte Handlungsweise, nach Arist. Eth. 5, 5, 17 μέσον ἐστὶ τοῦ ἀδικεῖν καὶ τοῠ ἀδικεῖσϑαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοπραγία — και θεοπραξία, ή (Μ) θεία ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πραγία ( πραγής < πράσσω < *πραγ jω), πρβλ. δικαιο πραγία, δυσ πραγία] …   Dictionary of Greek

  • λαθραιοπραγώ — λαθραιοπραγῶ, έω (Α) ενεργώ κρυφά, κάνω πράξεις μυστικές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθραῖος + πραγῶ < πραγία < θ. πραγ (πρβλ. πέ πραγ α, παρακμ. τού πράσσω), πρβλ. δικαιο πραγώ, κακο πραγώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”