δικαστήριον

δικαστήριον

δικαστήριον, τό, der Ort, wo Gericht gehalten wird, Gerichtshof, Gericht; ὑπὸ δικαστήριον ὑπάγειν Her. 6, 72, wie εἰς δ. ἄγειν, ἀναβαίνειν, ἐμπεσεῖν, Plat. Phaedr. 273 b Gorg. 486 b Rep. VIII, 558 b; ἐπὶ δ. ἐλϑεῖν Is. 1, 1; τὰ δ. συγκλείειν Ar. Equ. 1314 u. A. Auch wie bei uns, Gerichtshof, für »die Richter«, αὐτοὶ οἱ δικάζοντες Th. Mag., Plat. Legg. IX, 880 c ἐὰν τὸ δ. τιμήσῃ τὴν δίκην; vgl. Ar. Vesp. 624.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δικαστήριον — court of justice neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστηρίω — δικαστήριον court of justice neut nom/voc/acc dual δικαστήριον court of justice neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Дикастерия — (δικαστήριον) νародный суд присяжных в Афинах; называлась также гелиэей, по имени главного судебного места, находившегося на городской площади; народные судьи афинян дикасты, гелиасты. Многолюдность суда (в Митилене, напр., число судей доходило… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ДИКАСТЕРИЙ —    • Δικαστήριον,          подобно русскому выражению, «судебная палата», означает и помещение суда, и само присутствие в нем судей. Число судов в Афинах определить нельзя. Кроме ареопага и судов ефетов, которые назначены были исключительно для… …   Реальный словарь классических древностей

  • δικαστηρίοιν — δικαστήριον court of justice neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστηρίοις — δικαστήριον court of justice neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστηρίου — δικαστήριον court of justice neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστηρίων — δικαστήριον court of justice neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστηρίῳ — δικαστήριον court of justice neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστήρια — δικαστήριον court of justice neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστήρι — το (AM δικαστήριον) [δικαστήρ] 1. τόπος όπου γίνονται οι δίκες, το οίκημα όπου εδρεύουν οι δικαστικές αρχές 2. το σύνολο τών δικαστών που εκδικάζουν μια υπόθεση («το δικαστήριο αποφάσισε», «ἀνέστη τὸ δικαστήριον» σηκώθηκαν οι δικαστές) 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”