- παρα-σχοίνισμα
παρα-σχοίνισμα, τό, daneben oder davor gezogenes Seil, Poll. 7, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-σχοίνισμα, τό, daneben oder davor gezogenes Seil, Poll. 7, 160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σχοίνισμα — τὸ, ΜΑ τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοίνο, κλήρος («σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῡ Ἰσραήλ», ΚΔ) αρχ. 1. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο 2. συνεκδ. τμήμα λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + ισμα, μέσω αμάρτυρου *σχοινίζω (πρβλ. παρα σχοινίζω:… … Dictionary of Greek