δι-ευθυντήρ

δι-ευθυντήρ

δι-ευθυντήρ, ῆρος, ὁ, Lenker, Verwalter, οἴκων, Man. 4, 106.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εὐθυντήρ — corrector masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυντῆρα — εὐθυντήρ corrector masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυντῆρας — εὐθυντήρ corrector masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυντῆρες — εὐθυντήρ corrector masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυντῆρι — εὐθυντήρ corrector masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθυντῆρος — εὐθυντήρ corrector masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυντήρας — ο (Α εὐθυντήρ) [ευθύνω] νεοελλ. όργανο με το οποίο γίνεται εύθυνση, ίσιωμα κάποιου αντικειμένου ή μέλους τού σώματος αρχ. 1. αυτός που ξαναφέρνει στον ίσιο δρόμο, ο τιμωρός 2. ως επίθ. φρ. «εὐθυντήρ οἴαξ» το τιμόνι που κρατάει σε ευθεία πορεία το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”