- δικτυο-ειδής
δικτυο-ειδής, ές, netzartig; πλέγμα Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικτυο-ειδής, ές, netzartig; πλέγμα Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υαλοειδής — ές / ὑαλοειδής, ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με ύαλο, ο στιλπνός και διαφανής νεοελλ. 1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών 2. φρ. α) «υαλοειδές σώμα» ανατ. διαφανής πηκτοειδής σφαιρικός σχηματισμός τού ματιού μεταξύ τού… … Dictionary of Greek