- παρα-σφίγγω
παρα-σφίγγω, daneben, daran, dabei binden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-σφίγγω, daneben, daran, dabei binden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρασφιγγομένη — παρά σφίγγω bind tight pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασφίγγειν — παρά σφίγγω bind tight pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… … Dictionary of Greek
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek
σφίγμα — τὸ, ΜΑ [σφίγγω] αυτό που έχει δεθεί στερεά αρχ. συμπίεση σε μηχανή («ἔλαιον παρεπιχέειν δεήσει, ὅπως μηδὲν παρὰ τοῡτο σφίγμα γένηται», Ήρων.) … Dictionary of Greek