- δικτυο-πλόκος
δικτυο-πλόκος, ὁ, Netzflechter, Poll. 7, 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δικτυο-πλόκος, ὁ, Netzflechter, Poll. 7, 179.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυτινοπλόκος — ὁ, ΝΑ αυτός που κατασκευάζει πυτίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυτίνη «πλεκτή φιάλη» + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δικτυο πλόκος] … Dictionary of Greek