δι-επι-φώσκω

δι-επι-φώσκω

δι-επι-φώσκω, verstärktes ἐπιφώσκω; ἡ ἡμέρα Dion. Hal. 9, 63.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιφώσκω — ἐπιφώσκω (Α) 1. πλησιάζω προς το λυκαυγές, προς το ξημέρωμα («σάββατον ἐπέφωσκε», ΚΔ) 2. συντελώ ώστε να εκπέμπει κάτι φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φώσκω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”