- δια-φθορεύς
δια-φθορεύς, ὁ, Verderber, Zerstörer, Verführer; νόμων Plat. Crit. 53 c; νέων Themist.; ἱερῶν Strab. XII, 575. ·
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δια-φθορεύς, ὁ, Verderber, Zerstörer, Verführer; νόμων Plat. Crit. 53 c; νέων Themist.; ἱερῶν Strab. XII, 575. ·
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υποφθορεύς — έως, ὁ, Α αυτός που διαφθείρει ύπουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φθορεύς (< φθορά < φθείρω), πρβλ. δια φθορεύς] … Dictionary of Greek