πρό-θῡμος

πρό-θῡμος

πρό-θῡμος, geneigt, bereitwillig; c. inf., Eur. Hipp. 694 u. öfter; εἰς τὰ πράγματα, Ar. Plut. 209; πρόϑυμος ἦν, er war Willens, hatte vor, Her. 6, 74; c. inf., 2, 3. 6, 5. 9, 13; οὐ πρόϑυμός με εἶ διδάξαι, Plat. Euthyph. 14 b, u. öfter; auch πρὸς τὰς ᾠδάς, Legg. II, 666 a (vgl. Xen. Hell. 1, 5, 2, wie ἐπί τι, 1, 1, 34, εἴς τι, Cyr. 1, 4, 22); τὸ πρόϑυμον παρέχεσϑαι, = προϑυμίαν, IX, 859 b, u. ähnlich προϑύμους αὑτοὺς ἐν τοῖς κινδύνοις παρείχοντο, III, 694 a; dah. muthig, Soph. Ai. 36; auch wohlwollend, gewogen, Eur. Ion 1173; eifrig verlangend, Soph. El. 3. – Adv., προϑύμως μᾶλλον ἢ φίλως, Aesch. Ag. 1573; Her. 6, 58; τὴν ϑύραν πάνυ προϑύμως ὡς οἷός τ' ἦν ἐπήραξε, so schnell er konnte, Plat. Prot. 314 d; προϑύμως ἔχειν πρὸς τὸ πίνειν, Conv. 176 c; προϑύμως διακεῖσϑαι, Pol. 2, 92, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • υπέρθυμος — ον, Α 1. αυτός που έχει γενναία ψυχή, μεγαλόψυχος 2. (με αρνητική σημ.) αλαζόνας, καυχησιάρης 3. (για άλογο) οξύθυμος, ατίθασος 4. πολύ οργισμένος. επίρρ... ὑπερθύμως Α 1. με υπερβολική οργή 2. με πολύ μεγάλη προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + θυμος… …   Dictionary of Greek

  • πρόθυμος — η, ο / πρόθυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που δείχνει καλή διάθεση και ζήλο για μια ενέργεια, αυτός που έχει προθυμία να κάνει κάτι που τού ζητήθηκε ή που πρέπει (α. «είμαι πάντα πρόθυμη να σέ βοηθήσω» β. «οὐκ εἰμὶ πρόθυμος ἐξηγέεσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • προσθυμία — ἡ, Α ευπροσηγορία, προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θυμία (< θυμος < θυμός), πρβλ. προ θυμία] …   Dictionary of Greek

  • προκλέπτομαι — Α απατώμαι από κάποιον προηγουμένως («τῶν λάθρᾳ τι βουλομένων δρᾱν ὁ θυμὸς προκλέπτεται», Σχόλ. Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κλέπτομαι «εξαπατώμαι, παραπλανιέμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”