- δια-τύπωσις
δια-τύπωσις, ἡ, die Durchbildung, Gestaltung; ἐκ τῶν σκωλήκων εἰς τὴν διατύπωσιν ἦλϑον αἱμέλιτται Arist. H. A. 5, 19; – die Vorstellung, Sp. – Als rhetor. Figur nach den Rhetoren, ὅταν μὴ τοὺς λόγους μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐνεργήματα καὶ τὰ πάϑη καὶ τὰ ἤϑη διατιϑώμεϑα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.