παρα-στάτης

παρα-στάτης

παρα-στάτης, , der daneben od. dabei Stehende, Gefährte; Ἰόλᾳ ἐών, Pind. N. 3, 36; Aesch. Pers. 918; Soph. Ant. 671; Eur. Heracl. 90; πυλῶν, Rhes. 506; in der Schlachtordnung der Nebenmann, Her. 6, 117 u. Folgde, bes. zum Schutz, ᾐτεῖτο ϑεοὺς ἡγεμόνας γίγνεσϑαι τῇ στρατιᾷ καὶ πα-ραστάτας ἀγαϑοὺς καὶ συμμάχους, Xen. Cyr. 3, 3, 21; auch im Chor, Arist. pol. 3, 4, 6, vgl. Jac. Ach. Tat. p. 903. – Auf den Schiffen zwei Stützen zur Befestigung des Mastes im Schiffsboden, Att. Seew. p. 126. – In der Anatomie sind παραστάται die Oberhoden, ἐπιδιδυμίδες, auch die Hoden selbst bei den Vögeln.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • ζυγοστάτης — ο (AM ζυγοστάτης, Α δωρ. ζυγοστάτας) ο ζυγιστής, ο αρμόδιος για το ζύγισμα υπάλληλος αρχ. μτφ. (για τον Δία) κριτής, δικαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + στατης (< ίστημι), πρβλ. επι στάτης, παρα στάτης] …   Dictionary of Greek

  • κογχοστάτης — ο ανθρωπολ. όργανο με το οποίο προσδιορίζεται η διεύθυνση τού άξονα τού κόγχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + στάτης (< ασθενές θ. στă τού ἵστημι), πρβλ. ορθο στάτης, παρα στάτης] …   Dictionary of Greek

  • λυχνοστάτης — ο στήριγμα λύχνου ή λυχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα , πρβλ. ἔ στα μεν, στά σις, τού ἵστημι), πρβλ. θερμο στάτης, παρα στάτης] …   Dictionary of Greek

  • συστάτης — ο, ΝΑ καθεμιά από τις δοκούς τής στέγης οι οποίες αρχίζουν από τους παράλληλους τοίχους και συναντώνται στην κορυφή, αλλ. αμείβων νεοελλ. ναυτ. καθεμιά από τις κατακόρυφες δοκούς πάνω στις οποίες στηρίζεται ο πρόβολος ιστός αρχ. 1. διοργανωτής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”