- παρα-στρωφάω
παρα-στρωφάω, poet. statt παραστρέφω, ὄμματα δέ σφι λοξὰ παραστρωφῶνται Ap. Rh. 2, 665.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-στρωφάω, poet. statt παραστρέφω, ὄμματα δέ σφι λοξὰ παραστρωφῶνται Ap. Rh. 2, 665.
http://www.zeno.org/Pape-1880.