λινόπληκτος — και λινόπληγος, ον και λινοπλήξ, ῆγος, ό, ἡ (Α) (κυρίως για ζώα που πιάστηκαν σε παγίδα και διέφυγαν) αυτός που φοβάται, που αποφεύγει τα δίχτια ή τις παγίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. αλί πληκτος, θαλασσό πληκτος. Ο τ.… … Dictionary of Greek
πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… … Dictionary of Greek
ηδονοπλήξ — ἡδονοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) ηδονόπληκτος («ἡδονοπλήξ φύσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + πλήξ (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. αστρο πλήξ, παρα πλήξ] … Dictionary of Greek
καταπλήξ — καταπλήξ, ήγος, ὁ, ἡ (AM) μσν. χτυπημένος αρχ. 1. μτφ. εμβρόντητος, φοβισμένος, θορυβημένος 2. υπερβολικά ντροπαλός 3. αυτός που ταράσσεται, περιδεής, ταραγμένος 4. (για μάτια) ακίνητος, εκστατικός («ὀφθαλμὸς καταπλήξ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
πλήσκω — Μ 1. πλήττω 2. εκφοβίζω, αποθαρρύνω κάποιον 3. στενοχωριέμαι πάρα πολύ, αδημονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πλήσσω με το ενεστωτικό επίθημα σκω, με σκοπό να δηλωθεί σαφέστερα το θ. τού ενεστ. και να αντιδιασταλεί προς τους άλλους… … Dictionary of Greek