- παρα-πλώω
παρα-πλώω (s. πλώω), ep. u. ion. statt παραπλέω, vorüberschiffen; παρέπλω, aor. syncop., Od. 12, 69; Her. 4, 99; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-πλώω (s. πλώω), ep. u. ion. statt παραπλέω, vorüberschiffen; παρέπλω, aor. syncop., Od. 12, 69; Her. 4, 99; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από … Dictionary of Greek