παρα-ποδίζω

παρα-ποδίζω

παρα-ποδίζω, die Füße verstricken, übh. verwickeln, hindern; φοβούμενος, μή πη παραποδισϑείη, Plat. Ep. VII, 330 b; μὴ παραποδισϑῶμεν, Legg. II, 652 b, täuschen, wie Poll. erkl. παρατραπῶμεν, ἐξαπατηϑῶμεν; Pol. παραποδίζειν τὴν τῶν ὅπλων χρείαν, 2, 28, 8; παραποδίζεσϑαι πρὸς τὰς χρείας, S. Emp. adv. gramm. 193.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”