- μακρό-γηρως
μακρό-γηρως, von hohem Alter, Lucill. 45 (XI, 159). – Adv. μακρογήρως, Artem. 5, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρό-γηρως, von hohem Alter, Lucill. 45 (XI, 159). – Adv. μακρογήρως, Artem. 5, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόγηρως — ό, ἡ (Α) αυτός που έχει κακά γηρατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γηρως (< γῆρας), πρβλ. εσχατό γηρως, μακρό γηρως] … Dictionary of Greek
σβέννυμι — και σβεννύω ΜΑ σβήνω (α. «ἐγώ σε ἐνταῡθα τῷ ἐσβεσμένῳ πυρὶ κατακαύσω», Αγαθ. Ιστ. β. «ἀμελήσαντες σβεννύναι τὸ καιόμενον», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σχετικά με υγρό ή ρευστό) κάνω κάτι να ξεραθεί, να πήξει («ἡ Μηδικὴ πόα σβέννυσι τὸ γάλα», Αριστοτ.) 2.… … Dictionary of Greek