- μακρό-χηλος
μακρό-χηλος, langklauig, -hufig, Strab. XVII, 835, v. l. μακρόχειλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακρό-χηλος, langklauig, -hufig, Strab. XVII, 835, v. l. μακρόχειλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόχηλος — η, ο (Α μονόχηλος, ον δωρ. μονόχαλος) (για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο χηλή ή οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό χηλος, πολύ χηλος] … Dictionary of Greek
πολύχηλος — ον, Α αυτός που έχει πολλές χηλές, πολλές οπλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό χηλος] … Dictionary of Greek