- παρ-απο-δύομαι
παρ-απο-δύομαι (s. δύω), sich daneben, bes. gegen einen andern die Kleider ausziehen, um mit ihm zu kämpfen, sich zum Kampfe gegen Jemand rüsten, Plat. Theaet. 162 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-απο-δύομαι (s. δύω), sich daneben, bes. gegen einen andern die Kleider ausziehen, um mit ihm zu kämpfen, sich zum Kampfe gegen Jemand rüsten, Plat. Theaet. 162 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπαρέκδυτος — εὐπαρέκδυτος, ον (Α) 1. αυτός που γλιστρά εύκολα από τη θέση του 2. αυτός που εισδύει εύκολα σε κάποιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ εκ δύομαι «εξέρχομαι και φεύγω λαθραία»] … Dictionary of Greek
αναδύομαι — (Α ἀναδύομαι) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού νεοελλ. παρουσιάζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω αρχ. 1. οπισθοχωρώ, υποχωρώ, αποσύρομαι 2. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι, διστάζω, αποφεύγω 3. (για ποταμούς) εκλείπω, αφανίζομαι 4.… … Dictionary of Greek