- δεπαστραῖος
δεπαστραῖος, ποτός, aus dem Becher, Lycophr. 489.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεπαστραῖος, ποτός, aus dem Becher, Lycophr. 489.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεπαστραίος — δεπαστραῑος, α, ον (Α) [δέπαστρον] όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο δέπαστρο … Dictionary of Greek
δεπαστραίων — δεπαστραῖος in fem gen pl δεπαστραῖος in masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)