- δι-πτέρυγος
δι-πτέρυγος, dasselbe; κνώδαλα, Πόϑοι, Mel. 93 Philodem. 32 (V, 151 IX, 570); – τὸ δ., ein Kleid mit zwei herabhängenden Enden, Inscr. 155, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δι-πτέρυγος, dasselbe; κνώδαλα, Πόϑοι, Mel. 93 Philodem. 32 (V, 151 IX, 570); – τὸ δ., ein Kleid mit zwei herabhängenden Enden, Inscr. 155, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτέρυγος — πτέρυξ wing fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπτέρυγος — μεγαλοπτέρυγος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλες πτέρυγες («ἀετὸς ὁ μέγας ὁ μεγαλοπτέρυγος», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μελανο πτέρυγος, τανυ πτέρυγος] … Dictionary of Greek
ευπτέρυγος — εὐπτέρυγος, ον (ΑΜ) με ωραία ή γρήγορα φτερά αρχ. (για πλοίο) ταχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτερυγος (< πτέρυξ), πρβλ. τανυ πτέρυγος] … Dictionary of Greek
οκταπτέρυγος — ὀκταπτέρυγος, ον (Α) αυτός που έχει οκτώ πτέρυγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. εξα πτέρυγος] … Dictionary of Greek
τανυπτέρυγος — και τανυσιπτέρυγος, ον, Α τανυπτέρυξ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. εὐ πτέρυγος. Ο τ. τανυσιπτέρυγος έχει σχηματιστεί κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*] … Dictionary of Greek
φερεπτέρυγος — ον, Α (ποιητ. τ.) φερέπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. τανυσι πτέρυγος] … Dictionary of Greek
χρυσοπτέρυγος — ον, ΜΑ αυτός που έχει χρυσές φτερούγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος), πρβλ. μεγαλο πτέρυγος] … Dictionary of Greek
λιγυπτέρυγος — λιγυπτέρυγος, ον (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που τερετίζει με τα φτερά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + πτέρυγος (< πτέρυξ, υγος)] … Dictionary of Greek
μεσοπτερύγιο — το (Α μεσοπτερύγιον) νεοελλ. ζωολ. ο μεσαίος από τους τρεις κύριους χόνδρους τών θωρακικών πτερυγίων πολλών ψαριών αρχ. στον πληθ. τά μεσοπτερύγια τα μεσαία φτερά τής πτέρυγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πτερύγιον (< πτέρυξ, πτέρυγος)] … Dictionary of Greek
ταρσός — I Πόλη της Τουρκίας στον νομό Ιτσέλ (Αδάνων) (160.150 κάτ.). Είναι χτισμένη ανάμεσα στα Άδανα και στη Μερσίνα και αποτελεί σημαντικό κέντρο οικονομικής δραστηριότητας. Η πόλη αυτή είναι αρχαιότατη και, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τους… … Dictionary of Greek