δνόφος

δνόφος

δνόφος, (wie γνόφος u. κνέφας mit νέφος zusammenhängend, vgl. Buttm. Lexil. II, 266), Dunkelheit, Finsterniß; Aesch Ch. 52; Simonid. frg. 50, 8, Schneidew.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δνόφος — δνόφος, ο (Α) σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ομοιότητα με τα ζόφος, κνέφας, ψέφας πιθ. δεν είναι συμπτωματική. ΠΑΡ. αρχ. δνόφεος, δνοφερός, δνοφόεις, δνοφούμαι, δνοφώδης] …   Dictionary of Greek

  • δνόφος — darkness masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δνόφοι — δνόφος darkness masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δνόφον — δνόφος darkness masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δνόφου — δνόφος darkness masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δνόφῳ — δνόφος darkness masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνόφος — (AM) (Α και δνόφος) 1. σκοτεινιά 2. πληθ. οἱ γνόφοι σύννεφα καταιγίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γνόφος είναι μτγν. τ. τού δνόφος*, με φωνητική εξέλιξη του δν σε γν ] …   Dictionary of Greek

  • κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • знобить — зноблю, диал. зноб м., знобь ж. озноб , укр. знобити, блр. знабiць, болг. зноба определенная болезнь (Младенов 194), чеш. znobiti, oznoba обморожение . К зябнуть (*zębnǫti); см. Мi. ЕW 401; Преобр. I, 254. Сравнение с греч. γνόφος, δνόφος… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • небо — мн. небеса, небесный. Заимств. из цслав.; ср. народн. нёбо, укр. небо, блр. нёбо, др. русск. небо, ст. слав. небо, род. п. небесе οὑρανός (Супр.), болг. небе, сербохорв. не̏бо, мн. небѐса, словен. nеbо̑, чеш. nеbе, слвц. nеbо, польск. niebo,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”